- ξενοτάφιον
- ξενοτάφιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξενοτάφιον — ξενοτάφιον, τὸ (ΑΜ) τόπος για ταφή ξένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + τάφος (πρβλ. κενοτάφιον)] … Dictionary of Greek
ξενοτάφια — ξενοτάφιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek